αδήνεια

αδήνεια
ἀδήνεια, η (Α) [ἀδηνής]
άγνοια, απειρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδηνής — ἀδηνής, ές (Α) 1. αμαθής, άπειρος 2. ο δίχως κακόβουλη πρόθεση, δίχως δόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῆνος (το) «συμβουλή, σχέδιο, τρόπος» (συν. κατά πληθ.: δήνεα (τα). ΠΑΡ. αρχ. ἀδήνεια, ἀδηνέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”